Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Αφιερωμένο ....

Άνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ρυθμισμένα και ήρεμα,
ανάμεσα σε ώρες εργασίας και αμίλητα συζυγικά νεκρόδειπνα.
Λίγος καφές στο τέλος του φαγητού για τη χώνεψη,
λίγα όνειρα για το φόβο της καρδιοπάθειας,
λίγη ελεημοσύνη για τη σωτηρία της ψυχής.
Ώσπου μια νύχτα,σηκώνονται στη μέση του δείπνου ξαφνικά
από συνήθεια,μάλιστα,παίρνουν και το καπέλλο τους-
και χάνονται.Που πάνε?Κανείς δεν ξέρει.Μα η δίψα τους καίει
κι η απόγνωση μεγαλώνει τους ορίζοντες.

Έτσι σκέφτηκαν,δηλαδή,να κάνουνε για μια στιγμή.
Ύστερα πέρασε.Σκουπίζουνε το λίγο ιδρώτα πλάι στη μύτη
και μπαίνουν αθόρυβα στην κρεββατοκάμαρα.Ενώ στο διάδρομο
μένει μονάχο,πάνω στην καρέκλα,το καπέλλο
σαν το πικρό ανάχωμα ενός τάφου,
που σκέπασε βαρειά κι ανέκκλητα
όλη τη ζωή τους.
Τ.Λειβαδίτης

....στο Δημήτρη και τον Στέλιο που τους καίει η δίψα τους....

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Με τις πιτζάμες τις ριγέ
μπροστά στην γκρίζα οθόνη
κι ένα βαρύ γλυκό καφέ
λουφάζει στο σαλόνι

Δουλειά και σπίτι και δουλειά
σαράντα τόσα χρόνια
πώς μεγαλώνουν τα παιδιά
έτσι τελειώνουν όλα αυτά
θυμάται και χαμογελά
ο κύριος Αριστείδης

Μια Κυριακή απόγευμα
στο δρόμο της Δευτέρας
λιγάκι πριν το ξύπνημα
άλλης μιας ίδιας μέρας

Σηκώνεται απ' τον καναπέ
και την οθόνη σβήνει
βουτάει το καπέλο του
την πόρτα πίσω κλείνει
ο κύριος Αριστείδης

Τους δρόμους παίρνει στα τυφλά
μονάχος μεσ' στην πόλη
πόρτες παράθυρα κλειστά
κι αναρωτιέται σιωπηλά
πού να χαθήκαν όλοι

Κατέβηκε στον Πειραιά
λιγάκι πριν τη δύση
με μια συνήθεια παλιά
στο κύμα να μιλήσει

Ένα καράβι όνειρα
μια νύχτα θ' αρματώσει
και σε απόμακρο νησί
θα πάει να ξεφορτώσει

Ελπίδες, όρκους, έρωτες
ευχές και παραδόσεις
και μια ζωή αντιπαροχή
μία ζωή με δόσεις
ο κύριος Αριστείδης

Με τις πιτζάμες τις ριγέ
μπροστά στη γκρίζα οθόνη
κι ένα βαρύ γλυκό καφέ
βουλιάζει στο σαλόνι